νοσφίσῃ

νοσφίσῃ
νοσφίζομαι
aor subj act 3rd sg
νοσφίζομαι
aor subj mp 2nd sg
νοσφίζομαι
fut ind mp 2nd sg
νοσφίζω
turn away
aor subj mid 2nd sg
νοσφίζω
turn away
aor subj act 3rd sg
νοσφίζω
turn away
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νόσφιση — η [νοσφίζω] 1. σφετερισμός, ιδιοποίηση 2. φρ. «νόσφιση εξουσίας» βαρύτατες περιπτώσεις παραβίασης τών κανόνων αρμοδιότητας εκ μέρους τών οργάνων τής εκτελεστικής εξουσίας και γενικότερα τής πολιτείας εις βάρος πολιτών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”